ξεβάφω

ξεβάφω
1. βγάζω το χρώμα από κάτι, αποχρωματίζω («ο ήλιος μου ξέβαψε την μπλούζα»)
2. χάνω το χρώμα μου, ξεθωριάζω («ξέβαψαν τα μαλλιά μου»)
3. (σχετικά με μέταλλα) αφαιρώ με πύρωση ή άλλο τρόπο τη βαφή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξεβάφω — ξεβάφω, ξέβαψα βλ. πίν. 13 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεβάφω — ξέβαψα, ξεβάφτηκα, ξεβαμμένος 1. μτβ., αποχρωματίζω, βγάζω το χρώμα, ξεθωριάζω, ξασπρίζω: Ο ήλιος ξέβαψε τις κουρτίνες μας. 2. αμτβ., αποχρωματίζομαι, χάνω το χρώμα μου, ξεθωριάζω: Αυτά τα χρώματα δεν ξεβάφουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • αναξερνώ — ( άω) 1. κάνω εμετό, ξερνώ 2. αναδίνω (νερό, υγρασία κ.λπ.) 3. αναδίνω χρώμα, ξεβάφω 4. (για ύφασμα) εμφανίζω, παρουσιάζω και πάλι κηλίδα που φαινόταν να έχει καθαρίσει …   Dictionary of Greek

  • αποβάφω — (Α ἀποβάπτω) νεοελλ. 1. ολοκληρώνω το βάψιμο 2. χάνω το χρώμα μου, ξεβάφω αρχ. 1. βυθίζω κάτι στο νερό ή σε άλλο υγρό 2. αντλώ νερό …   Dictionary of Greek

  • βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» …   Dictionary of Greek

  • ετεροχροώ — ἑτεροχροῶ, έω (Α) [ετερόχρους] 1. έχω διαφορετικό χρώμα 2. (για οστά) υφίσταμαι εξασθένηση τού χρώματος, αποχρωματίζομαι, ξεθωριάζω, ξεβάφω …   Dictionary of Greek

  • κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… …   Dictionary of Greek

  • ξέβαμμα — και ξεβάψιμο, το [ξεβάφω] 1. εξάλειψη τού χρώματος από ένα βαμμένο αντικείμενο 2. φθορά τού χρώματος, ξεθώριασμα 3. (για μέταλλα) αποχαλύβωση …   Dictionary of Greek

  • ξεθωριάζω — [ξέθωρος] 1. αφαιρώ το χρώμα κάποιου αντικειμένου, ξεβάφω, ξασπρίζω («ο ήλιος ξεθώριασε την μπλούζα») 2. χάνω το χρώμα μου, υφίσταμαι αλλοίωση τού χρωματισμού μου («ξεθώριασε το φόρεμά μου από το συχνό πλύσιμο») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”